σηκός

σηκός
Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη (δισυπόστατος) ή σε τρία (τρισυπόστατος).
* * *
ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σακός Α
(στην αρχ. Ελλ.) ο κυρίως ναός, δηλαδή ο χώρος τού ναού εκτός από τη στοά, όπου βρισκόταν το άγαλμα τού θεού («τόνδε τοῡ θεοῡ σηκὸν εἰς πεδίον ποιήσω», ΠΔ)
νεοελλ.
κοίλωμα σε τοίχο για την τοποθέτηση αγάλματος ή αγγείου
μσν.
μέτρο βάρους πλάστιγγας, βαρίδι
αρχ.
1. μάντρα, περίφρακτος χώρος, ιδίως για τον σταβλισμό των ζώων
2. (σχετικά με πτηνά) φωλιά όπου βρίσκονται οι νεοσσοί («οἱ πέρδικες δύο ποιοῡνται τῶν ᾠῶν σηκούς», Αριστοτ.)
3. κοιτώνας
4. κοίλος κορμός παλιάς ελιάς
5. φρ. α) «Περὶ τοῡ Σηκοῡ» — τίτλος έργου τού Λυσίου
β) «σηκὸς δράκοντος» — σπήλαιο δράκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. σᾱκός / σηκός πρέπει να συνδεθεί με την οικογένεια τού σάττω*. Η μσν. σημ. τού τ. σηκός «βαρίδι ζυγαριάς» έχει προέλθει υποχωρητικά από τη σημ. τού ρ. σηκῶ*, -όω «ζυγίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σηκός — pen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηκός — ο 1. μέρος του αρχαίου ναού, κυρίως ναός. 2. κοίλωμα σε τοίχο για την τοποθέτηση αγαλμάτων κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σηκοῖο — σηκός pen masc gen sg (epic) σηκόω weigh pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηκοῖς — σηκός pen masc dat pl σηκόω weigh pres opt act 2nd sg σηκόω weigh pres subj act 2nd sg σηκόω weigh pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηκοῖσιν — σηκός pen masc dat pl (epic ionic aeolic) σηκόω weigh pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) σηκόω weigh pres subj act 3rd sg (epic) σηκόω weigh pres ind act 3rd pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηκοί — σηκός pen masc nom/voc pl σηκόω weigh pres subj mp 2nd sg σηκόω weigh pres ind mp 2nd sg σηκόω weigh pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηκοῦ — σηκός pen masc gen sg σηκόω weigh pres imperat mp 2nd sg σηκόω weigh imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηκούς — σηκός pen masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηκόν — σηκός pen masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HEROUM — I. HEROUM Graece Η῾ρῷον, sacellum, in Herois alicuius honorem exstructum: etiam Σηκὸς Graecis. Quamvis enim ἐυδότερον τόπον τȏυ ἱεροῦ, interiorem locum Templi, ubi sc. sinulactum Numinis poni solitum, eâ voce intelligat Hesych. peculiariter tamen …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”